λογογραφικός

λογογραφικός
-ή, -ό (Α λογογραφικός, -ή, -όν) [λογογράφος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογογράφο ή στη λογογραφία, στη σύνταξη λόγων ή πεζού λόγου («σὺ δ' ἔχεις ἀνάγκην λογογραφικήν» — σού χρειάζονται κανόνες συγγραφής, Πλάτ.)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λογογραφική (ενν. τέχνη)
η τέχνη τής συγγραφής λόγων ή έργων πεζού λόγου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λογογραφικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικός — ή, ό ο λογοτέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογογραφικόν — λογογραφικός of masc acc sg λογογραφικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικαῖς — λογογραφικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικοῖς — λογογραφικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικῆς — λογογραφικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφική — λογογραφικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικήν — λογογραφικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικῶς — λογογραφικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικῷ — λογογραφικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”