- λογογραφικός
- -ή, -ό (Α λογογραφικός, -ή, -όν) [λογογράφος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογογράφο ή στη λογογραφία, στη σύνταξη λόγων ή πεζού λόγου («σὺ δ' ἔχεις ἀνάγκην λογογραφικήν» — σού χρειάζονται κανόνες συγγραφής, Πλάτ.)αρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ λογογραφική (ενν. τέχνη)η τέχνη τής συγγραφής λόγων ή έργων πεζού λόγου.
Dictionary of Greek. 2013.